παρεντάττω

παρεντάττω
και παρεντάσσω Α [εντάττω / εντάσσω]
παρεμβάλλω, παρενθέτω («δεῑ δ' αὐτάς... ἐκεῑ παρεντάξαι», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρένταξις — άξεως, ἡ, Α [παρεντάττω / παρεντάσσω] 1. παρεμβολή, παρενθήκη, προσθήκη ανάμεσα σε κάτι 2. (για ελαφρώς οπλισμένα στρατεύματα) η παρεμβολή μεταξύ οπλιτών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”